δικανικός

δικανικός
-ή, -ό (AM δικανικός, -ή, -όν)
(για λόγο) αυτός που εκφωνείται στο δικαστήριο
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο δικανικός
1. ο δικανικός λόγος, η αγόρευση στο δικαστήριο
2. ομιλία επιθετική και πομπώδης
αρχ.
1. (για πρόσωπο) ο έμπειρος στις δίκες, ο νομομαθής
2. όμοιος με δικηγόρο, αυτός που συμπεριφέρεται σε ορισμένες περιπτώσεις τής καθημερινής ζωής σαν να βρίσκεται στο δικαστήριο
3. φρ. «ῥημάτιον δικανικόν» — νομικός όρος
4. το θηλ. ως ουσ. η δικανική
α) η τέχνη ή η εμπειρία τού να αγορεύει κανείς στο δικαστήριο
β) το επάγγελμα τού δικηγόρου
5. το ουδ. ως ουσ. το δικανικόν
το δεσμωτήριο
6. επίρρ. δικανικῶς
ανιαρά, ενοχλητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής αττικής διαλέκτου, αναφερόμενη στην ευγλωττία και το πομπώδες ύφος τού δικηγόρου και χρησιμοποιούμενη με αρνητικές, συνήθως συνυποδηλώσεις. Η λ. προήλθε από το ουσ. δίκη, αλλά ο σχηματισμός της παραμένει ασαφής, παρά την ύπαρξη τής γλώσσας τού Ησύχ. «δικανούς
τους περί τας δίκας διατρίβοντας». Λόγω τής μακρότητας τού -α, ο τ. δικᾱνικός πιθανόν να προήλθε αναλογικά προς το νεᾱνικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δικανικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στις δίκες και στα δικαστήρια: Δικανικός λόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικανικός — δικᾱνικός , δικανικός skilled in pleading masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικανικά — δικᾱνικά , δικανικός skilled in pleading neut nom/voc/acc pl δικᾱνικά̱ , δικανικός skilled in pleading fem nom/voc/acc dual δικᾱνικά̱ , δικανικός skilled in pleading fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικανικώτερον — δικᾱνικώτερον , δικανικός skilled in pleading adverbial comp δικᾱνικώτερον , δικανικός skilled in pleading masc acc comp sg δικᾱνικώτερον , δικανικός skilled in pleading neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμώ — (I) έω, Α (δωρ. τ.) βλ. τιμώ. (II) όω, Α τιμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τῖμος*, ποιητ. τ. (πρβλ. ἀτιμῶ, όω)]. τιμῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιμῶ, έω, Α [τιμή] 1. απονέμω τιμή σε κάποιον, εκδηλώνω σεβασμό και εκτίμηση (α. «τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν… …   Dictionary of Greek

  • δικανικωτέρα — δικᾱνικωτέρᾱ , δικανικός skilled in pleading fem nom/voc/acc comp dual δικᾱνικωτέρᾱ , δικανικός skilled in pleading fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικανικῶν — δικᾱνικῶν , δικανικός skilled in pleading fem gen pl δικᾱνικῶν , δικανικός skilled in pleading masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικανικόν — δικᾱνικόν , δικανικός skilled in pleading masc acc sg δικᾱνικόν , δικανικός skilled in pleading neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικανικώτατα — δικᾱνικώτατα , δικανικός skilled in pleading adverbial superl δικᾱνικώτατα , δικανικός skilled in pleading neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτη — I Θεότητα, προσωποποίηση του ασυγκράτητου πάθους, που προκαλούσε αποστροφή σε θεούς και ανθρώπους, κόρη του Δία και της Έριδας. Η Ά. προκάλεσε παρεξήγηση μεταξύ Αγαμέμνονα και Αχιλλέα, καθώς και μεταξύ Οδυσσέα και Αίαντα. Αυτή παρέσυρε την Ελένη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”